συμπαρατάσσομαι
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
English (LSJ)
Att. συμπαρατάττομαι, Pass., to be set in array with others, fight along with, X.HG3.5.22; μετά τινων v.l. in D.18.229, cf. ib.216; τισι Isoc.12.180, Lycurg.144.
German (Pape)
[Seite 984] att. -ττομαι, med., sich in Schlachtordnung gegen den Feind stellen; Xen. Hell. 3, 5, 22; καθ' ἡμῶν συμπαραταξάμενοι, Dem. 18, 230, wo Bekker die praepos. συν- ausgelassen hat.
French (Bailly abrégé)
se ranger en bataille ; livrer une bataille rangée.
Étymologie: σύν, παρατάσσω.
Russian (Dvoretsky)
συμπαρατάσσομαι: атт. συμπαρατάττομαι выстраиваться вместе в боевом порядке Xen., Dem.: σ. τινα σφίσιν αὐτοῖς Isocr. выстраивать кого-л. к бою рядом с собой.
Greek (Liddell-Scott)
συμπαρατάσσομαι: Ἀττ. -ττομαι, Παθ.· ― ὁμοῦ μετ’ ἄλλων παρατάττομαι, μάχομαι ὁμοῦ μετ’ ἄλλων, Ξεν. Ἑλλ. 3. 5, 22· μετά τινων διάφορ. γραφ. παρὰ Δημ. 304. 10, πρβλ. 300. 15· τισι Ἰσοκρ. 271Α· ― τὸ ἐνεργ. ἐν Θεοφυλ. Σιμοκ. Ἐπιστ. 59.
Greek Monotonic
συμπαρατάσσομαι: Αττ. -ττομαι, παρατάσσομαι από κοινού με άλλους, μάχομαι στο πλευρό τους, συμπολεμώ, με δοτ., σε Ισοκρ.
Middle Liddell
Attic -ττομαι
Pass. to be set in array with others, fight along with them, c. dat., Isocr.