συμφιλονεικέω
From LSJ
German (Pape)
[Seite 992] mit, zugleich wetteifern, τινί, zu Jemandes Gunsten; Plat. Prot. 336 e; Andoc. 4, 20.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 se mêler à une querelle;
2 prendre parti pour qqn, τινι.
Étymologie: σύν, φιλονεικέω.
Greek (Liddell-Scott)
συμφῐλονεικέω: λαμβάνω μέρος εἰς τὴν φιλονεικίαν μετά τινος, λαμβάνω τὸ μέρος τινὸς ἐν τῇ φιλονεικίᾳ, τινι Ἀνδοκ. 31. 39, Πλάτ. Πρωτ. 336Ε, Στράβ. 381, κτλ. 2) ἀπολ., λαμβάνω μέρος εἰς συζήτησιν, Πλουτ. Ἄρατ. 3.
Russian (Dvoretsky)
συμφῐλονεικέω: принимать участие в споре, вмешиваться в спор Plut.: οὐδὲν σ. οὔτε Σωκράτει, οὔτε Προταγόρᾳ Plat. не присоединяться в споре ни к Сократу, ни к Протагору.
Middle Liddell
fut. ήσω
1. to take part in a dispute with, side with, τινί Plat., etc.
2. absol. to join in a disputation, Plut.