συνδιάθεσις
From LSJ
ὥσπερ σελήνη γ' ἡλίῳ· τὴν μὲν χρόαν ἰδεῖν ὁμοιόν ἔστι θάλπει δ' οὐδαμῶς → like the moon to the sun: its color is similar to the eye, but it does not give off any heat
German (Pape)
[Seite 1007] ἡ, gemeinschaftliche Stimmung, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συνδιάθεσις: ἡ, κοινὴ διάθεσις, συμφωνία ὁμοθυμία, Διονύσ. Ἀλεξ. 1241Β.
Greek Monolingual
-έσεως, ἡ, ΜΑ συνδιατίθημι
ομοθυμία, συμφωνία.