συνύφασμα
From LSJ
English (LSJ)
[ῠ], ατος, τό, contextus, Glossaria.
German (Pape)
[Seite 1038] τό, das Zusammengewebte, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συνύφασμα: τό, τὸ συνυφασμένον, ὕφασμα, Γλωσσ.
Greek Monolingual
τὸ, Α συνυφαίνω
ύφασμα.
Full diacritics: συνύφασμα | Medium diacritics: συνύφασμα | Low diacritics: συνύφασμα | Capitals: ΣΥΝΥΦΑΣΜΑ |
Transliteration A: synýphasma | Transliteration B: synyphasma | Transliteration C: synyfasma | Beta Code: sunu/fasma |
[ῠ], ατος, τό, contextus, Glossaria.
[Seite 1038] τό, das Zusammengewebte, Sp.
συνύφασμα: τό, τὸ συνυφασμένον, ὕφασμα, Γλωσσ.
τὸ, Α συνυφαίνω
ύφασμα.