σύντρησις
ἤ με φίλει καθαρὸν θέμενος νόον, ἤ μ' ἀποειπών ἐχθαιρ' ἀμφαδίην νεῖκος ἀειράμενος → either love me with a pure heart, or reject and hate me, and openly pick a fight
English (LSJ)
-εως, ἡ, (συντετραίνω) connection by a passage or channel, ἡ ἐκ τῶν μυκτήρων σ. εἰς τὸ στόμα Arist.HA495a25, cf. 507b27, Heliod. ap. Orib.44.23.59,76, Gal.16.527; ἡ καρδία τὴν σ. ἔχει πρὸς τὸν πλεύμονα Arist.Resp.478a26; junction of bore-holes, Apollod.Poliorc. 151.7.
German (Pape)
[Seite 1037] ἡ, das Durchbohren, Verbinden durch eine gemeinschaftliche Öffnung, ἔκ τινος εἴς τι, Arist. H. A. 1, 16; D. Sic.
Russian (Dvoretsky)
σύντρησις: εως ἡ анат. проход, проток, канал (εἴς и πρός τι Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
σύντρησις: ἡ, ἡ διὰ τρήματος ἢ ἀγωγοῦ συγκοινωνία, ἐκ τῶν μυκτήρων σ. εἰς τὸ στόμα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστορ. 1. 16, 9, πρβλ. 2. 17, 13· ἡ καρδία τὴν σ. ἔχει πρὸς τὸν πλεύμονα ὁ αὐτ. π. Ἀναπν. 16. 1· ἴδε συντετραίνω.
Greek Monolingual
-ήσεως, ἡ, Α συντετραίνω
1. επικοινωνία διά μέσου κοινού πόρου («ἡ καρδία τὴν σύντρησιν ἔχει πρὸς τὸν πλεύμονα», Αριστοτ.)
2. τέλεια εφαρμογή, ένωση οπών.