σύρσιμο

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source

Greek Monolingual

και σούρσιμο, το, Ν
1. το να σύρεται κάποιος ή κάτι, τράβηγμα, έλξη
2. (στον τ. σούρσιμο) διάρροια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύρω + κατάλ. -σιμό (πρβλ. φέρσιμο)].