νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
και σούρσιμο, το, Ν1. το να σύρεται κάποιος ή κάτι, τράβηγμα, έλξη2. (στον τ. σούρσιμο) διάρροια.[ΕΤΥΜΟΛ. < σύρω + κατάλ. -σιμό (πρβλ. φέρσιμο)].