τάπις
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
[ᾰ], ιδος, ἡ, = δάπις (q.v., which is quoted as old Att. by Ael.Dion.Fr.116), X.Cyr.8.8.16, An.7.3.18,27, IG11(2).147 B 12 (Delos, iv/iii B.C.).
French (Bailly abrégé)
ιδος (ἡ) :
c. τάπης.
German (Pape)
ιδος, ἡ, spätere Form statt τάπης, auch δάπις; der accus. lautet τάπιδα, Xen. An. 7.3.27, Cyr. 8.8.16; Luc. Tox. 57.
Russian (Dvoretsky)
τάπις: ῐδος (ᾰ) ἡ Xen. = τάπης.
Greek (Liddell-Scott)
τάπις: [ᾰ], ιδος, ἡ, = δάπις, (ὅπερ φαίνεται ὅτι ἦτο ὁ παλαιότερος Ἀττικ. τύπος), Ξεν. Κύρ. 8. 8. 16, Ἀνάβ. 7. 3, 8 καὶ 27, Πλούτ., κλπ.
Greek Monolingual
-ιδος, ἡ, Α
βλ. τάπητας.
Greek Monotonic
τάπις: [ᾰ], -ιδος, ἡ = δάπις, τάπης, σε Ξεν.