τίτας
γέλως τὰ σεμνὰ τοῦ βίου τοῖς σώφροσιν → pompous things in life make men of sound mind laugh (Menander)
English (LSJ)
[ῐ], ὁ, (τίνω) Dor. for *τίτης,
A = τιμωρός, avenging, φόνος A. Ch.67 (lyr.).
II at Gortyn, a magistrate who inflicted fines (upon other magistrates), public prosecutor, Schwyzer 175 (pl.), 183 (sg.): τίται· εὔποροι, ἢ κατήγοροι τῶν ἀρχόντων, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1120] ὁ, dor. statt τίτης, der Rächer, Aesch. Ch. 65, τίτας φόνος πέπηγεν.
French (Bailly abrégé)
αο (ὁ) :
dor.
vengeur.
Étymologie: τίω.
Russian (Dvoretsky)
τίτᾱς: αο (τῐ) ὁ мститель Aesch.
Greek (Liddell-Scott)
τίτας: [ῐ] ου, ὁ, Δωρικ. ἀντὶ τίτης, = τιμωρός, ἐκδικητής, Αἰσχύλ. Χ., 67.
Greek Monolingual
ὁ, Α τίνω
(δωρ. τ.)
1. τιμωρός, εκδικητής («τίτας φόνος», Αισχύλ.)
2. (στην Γορτυνία) άρχων που ασκούσε δικαστική εξουσία στους υπόλοιπους άρχοντες
5. (κατά τον Ησύχ.) «τίται
εὔποροι ἤ κατήγοροι τῶν ἀρχόντων».
Greek Monotonic
τίτας: [ῐ], -ου, ὁ, Δωρ. αντί τίτης = τιμωρός, εκδικητής, σε Αισχύλ.