τανίκα
From LSJ
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
English (LSJ)
Doric for τηνίκα.
German (Pape)
[Seite 1067] dor. statt τηνίκα.
French (Bailly abrégé)
dor. c. τηνίκα.
Russian (Dvoretsky)
τᾱνίκα: adv. дор. = τηνίκα.
Greek (Liddell-Scott)
τᾱνίκα: Δωρικ. ἀντὶ τηνίκα.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. (δωρ. τ.) βλ. τηνίκα.
Greek Monotonic
τᾱνίκα: Δωρ. αντί τηνίκα.