ταυρομέτωπος
From LSJ
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
English (LSJ)
ταυρομέτωπον, bull-faced, Orph.H.45.1.
German (Pape)
[Seite 1074] mit der Stirn od. dem Angesicht eines Stiers, Orph. H. 44, 1.
Greek (Liddell-Scott)
ταυρομέτωπος: -ον, ὁ ἔχων μέτωπον ἢ πρόσωπον ταύρου, Ὀρφ. Ὕμν. 44. 1.
Greek Monolingual
-ον, Α
(ως προσωνυμία του Βάκχου) αυτός που έχει μέτωπο ή πρόσωπο ταύρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + -μέτωπος (< μέτωπον), πρβλ. λευκομέτωπος].