ταὐτώνυμος
From LSJ
λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος → for men reason cures grief, for men reason is a healer of grief, a physician for grief is to people a word, pain's healer is a word to man, logos is a healer of man's anguish, talking through one's grief is therapeutic
English (LSJ)
ταὐτώνυμον, (ὄνομα) of the same name, Speus. ap. Simp. in Cat. 38.20.
German (Pape)
[Seite 1075] desselben Namens, gleichnamig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ταὐτώνῠμος: -ον, (ὄνομα) ὁ ἔχων τὸ αὐτὸ ὄνομα, Καισάριος 1025.
Greek Monolingual
-η, -ο / ταὐτώνυμος, -ον, ΝΜΑ
1. ομώνυμος
2. συνώνυμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταυτ(ο)- + -ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. του ὄνομα), πρβλ. ομ-ώνυμος. Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].