τεμπέλαρος

From LSJ

κατὰ τὸν αὑτοῦ δαίμονα βιοῦν → live under the direction of his own guiding spirit

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
μεγάλος τεμπέλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τεμπέλης + μεγεθ. κατάλ. -αρος (πρβλ. παίδαρος)].