τετράμορος

From LSJ

πρὸ τελευτῆς μὴ μακάριζε μηδένα, καὶ ἐν τέκνοις αὐτοῦ γνωσθήσεται ἀνήρ → Count no man blessed before his end; a man will be recognized in his offspring. (Ecclesiasticus 11:28)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετρᾰμορος Medium diacritics: τετράμορος Low diacritics: τετράμορος Capitals: ΤΕΤΡΑΜΟΡΟΣ
Transliteration A: tetrámoros Transliteration B: tetramoros Transliteration C: tetramoros Beta Code: tetra/moros

English (LSJ)

τετράμορον, in neut. τετράμορον, τό, four parts, κηροῖο Nic.Th.106, cf. Aglaïas 25.

German (Pape)

[Seite 1098] = τετράμοιρος, Nic. Th. 106.

Greek (Liddell-Scott)

τετράμορος: [ᾰ], -ον, τῷ προηγ., Νικ. Θηρ. 106.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που αποτελείται από τέσσερα μέρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -μορος (< μόρος), πρβλ. δίμορος].