τετράπνης
From LSJ
οὕτω γὰρ συμβαίνει ἅμα καὶ ἡ τῶνδε εὐγένεια κοσμουμένη → for by so doing we shall also celebrate therewith the noble birth of these heroes
English (LSJ)
ὁ, with four nostrils, τὸν τετράπνην ὕδρον Lyc. 1313 (nisi leg. τετράπνουν).
Greek (Liddell-Scott)
τετράπνης: ὁ, ὁ ἀναπνέων ἐκ τεσσάρων μυκτήρων, τὸν τετράπνην ὕδρον, «τετρακέφαλον, τέσσαρας πνοὰς ἔχοντα» (Σχόλ.), Λυκόφρ. 1313˙ ἀλλ’ ἴσως εἶναι πλημμ. γραφ. ἀντὶ τετράπνουν.
Greek Monolingual
ὁ, Α
αυτός που αναπνέει με τέσσερεις ρώθωνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + πνέω. Ο τ. θα έπρεπε πιθ. να διορθωθεί σε τετράπνους].