τετραελίκωπες
From LSJ
συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen
English (LSJ)
τέσσαρας ὀφθαλμοὺς ἔχουσαι ναῦς, Id.
Greek Monolingual
Α
(κατά τον Ησύχ.) «τέσσαρας ὀφθαλμοὺς ἔχουσαι ναῦς».
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + ἑλίκωξ, -ωπος «αυτός που έχει ζωηρά μάτια»].