τρεπτέον

From LSJ

τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρεπτέον Medium diacritics: τρεπτέον Low diacritics: τρεπτέον Capitals: ΤΡΕΠΤΕΟΝ
Transliteration A: treptéon Transliteration B: trepteon Transliteration C: trepteon Beta Code: trepte/on

English (LSJ)

(τρέπω) one must turn, ποίαν ὁδὸν νὼ τ. Ar.Eq.72; ἐπί τι Pl.R. 365c.

Greek (Liddell-Scott)

τρεπτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ τρέπω, ποίαν ὁδὸν νῷν τρεπτέον; ποίαν ὁδὸν νὰ τραπῶμεν; Ἀριστοφ. Ἱππ. 72· ἐπὶ τοῦτο δὴ τρεπτέον Πλάτ. Πολ. 365C.

Greek Monotonic

τρεπτέον: ρημ. επίθ. του τρέπω, αυτό που κάποιος πρέπει να τρέψει, να γυρίσει, σε Αριστοφ.