Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τριέτηρος

From LSJ

Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαRoot of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)

The Bible, 1 Timothy, 6:10
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐέτηρος Medium diacritics: τριέτηρος Low diacritics: τριέτηρος Capitals: ΤΡΙΕΤΗΡΟΣ
Transliteration A: triétēros Transliteration B: trietēros Transliteration C: trietiros Beta Code: trie/thros

English (LSJ)

τριέτηρον,
A three years old. Call.Dian.72, Nonn. D. 45.294, AP7.552 (Agath.).
II triennial, IG7.2727 (Acraeph.).

German (Pape)

τριετής, Callim. 3.72.

Russian (Dvoretsky)

τριέτηρος: трехлетний (παῖς Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

τριέτηρος: -ον, = τριετής, ὁ ἔχων ἡλικίαν τριῶν ἐτῶν, Καλλ. εἰς Ἄρτεμ. 72, Νόνν., κλπ. ΙΙ. ὁ κατὰ πᾶν τρίτον ἔτος, Ἐπιγρ. Βοιωτ. σ. 60 Keil.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. τριετής
2. αυτός που γίνεται κάθε τρίτο έτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -έτηρος (< ἔτος), πρβλ. πολυέτηρος].