τριακονταετής
Οὐκ ἔστιν οὐδείς, ὅστις οὐχ αὑτῷ φίλος → Nemo est, amicus ipse qui non sit sibi → Den gibt es nicht, der nicht sich selber wäre Freund
German (Pape)
[ᾱκ], ές, dreißigjährig, σπονδαί Thuc. 5.14, v.l. S. τριακοντούτης.
Russian (Dvoretsky)
τριᾱκονταετής: Plat. = τριακονταέτης.
Greek (Liddell-Scott)
τριᾱκονταετής: -ές, Ἰων. τριηκ-, ὁ ἔχων ἡλικίαν τριάκοντα ἐτῶν, Πλάτ. Νόμ. 961Β· ὡσαύτως ἐν τῷ συνῃρ. τύπῳ οἱ τριακοντοῦται (διάφ. γραφ. -εις), οἱ ἄνδρες οἱ ἔχοντες ἡλικίαν τριάκοντα ἐτῶν, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 539Α, ἐν Νόμ. 670Α· θηλ. τριακοντοῦτις Ἰσαῖ. 57. 36. ΙΙ. τριακονταέτης, ες, ὁ ἔχων διάρκειαν τριάκοντα ἐτῶν, ὁ διαρκῶν τριάκοντα ἔτη, αἱ τριακονταέτεις σπονδαὶ Θουκ. 5. 14, Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 2, Πλάτ.· αἱ τριακοντούτεις σπονδαὶ Θουκ. 1. 23, 115., 2. 2· - ἐν τῷ θηλ. τύπῳ, σπονδὰς τριηκονταέτιδας Ἡρόδ. 7. 149· συνῃρ., αἱ τριακοντούτιδες σπονδαὶ Ἀριστοφ. Ἀχ. 194, Ἱππ. 1388, Θουκ. 1. 87 (ἂν καὶ ἀλλαχοῦ ἔχῃ τὸν τύπον εἰς ης ὡς θηλ., ἴδε ἀνωτ.).
Greek Monolingual
-ές, και τριακονταετής, -ες, θηλ. και τριακονταέτις, -ιδος, ΝΜΑ, και ιων. τ. τριηκονταέτης, -ες, και τριακοντέτης, -ες, Α
1. αυτός που έχει διάρκεια τριάντα ετών (α. «τριακονταετής πόλεμος» β. «σπονδαί... τριακονταετεῖς», Ξεν.)
2. (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που έχει ηλικία τριάντα ετών, ο τριαντάρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τριάκοντα + -ετής /-έτης (< ἔτος)].
Greek Monotonic
τριᾱκονταετής: Ιων. τριηκονταετής, -ές,
I. αυτός που έχει ηλικία τριάντα ετών, σε Πλάτ.· στο συνηρ. τύπο, οἱ τριακοντοῦτοι, οι άνδρες που έχουν ηλικία τριάντα ετών, στον ίδ.· θηλ. τριακοντοῦτις, σε Ισοκρ.
II. τριακονταέτης, -ες, αυτός που έχει διάρκεια τριάντα ετών, που διαρκεί τριάντα χρόνια, σε Θουκ.· στο θηλ. τύπο, σπονδαὶ τριηκοντουτίδες, σε Ηρόδ.· αἱ τριακοντούτιδες σπονδαί, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
I. thirty years old, Plat.; in contr. form, οἱ τριακοντοῦται the men of thirty years, Plat.; fem. τριακοντοῦτις Isae.
II. τριακονταέτης, ες, of or for thirty years, Thuc.;—in fem. form, σπονδαὶ τριηκοντουτίδες Hdt.; αἱ τριακοντούτιδες σπονδαί Ar.