τρικόρωνος

From LSJ

Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm

Menander, Monostichoi, 230
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρικόρωνος Medium diacritics: τρικόρωνος Low diacritics: τρικόρωνος Capitals: ΤΡΙΚΟΡΩΝΟΣ
Transliteration A: trikórōnos Transliteration B: trikorōnos Transliteration C: trikoronos Beta Code: triko/rwnos

English (LSJ)

τρικόρωνον, thrice a crow's age, AP11.69 (Lucill.), Alciphr.1.28, AP5.288 (Agath.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui vit trois fois l'âge d'une corneille.
Étymologie: τρεῖς, κορώνη.

German (Pape)

drei Krähen alt, so alt wie drei Krähen, d.i. sehr alt; γραῦς Agath. 7 (V.289); Lucill. 32 (XI.69); vgl. Alciphr. 1.28.

Russian (Dvoretsky)

τρῐκόρωνος: проживший три вороньих века, т. е. очень старый (γραῦς Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

τρῐκόρωνος: -ον, ὁ ἔχων ἡλικίαν τριπλασίαν τῆς ἡλικίας κορώνης, ὑπεργήρως, Ἀνθ. Π. 5. 289., 11. 69, καὶ οὕτω διορθοῦται παρὰ τῷ Ἀλκίφρονι 1. 28 ἀντὶ τρίκουρος.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει ηλικία τριπλάσια της κουρούνας, ο πολύ γέρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -κόρωνος (< κορώνη «κουρούνα»), πρβλ. τετραχόρωνος].

Greek Monotonic

τρῐκόρωνος: -ον (κορώνη), αυτός που έχει ηλικία τριπλάσια της ηλικίας του κόρακα, που είναι δηλ. πολύ γέρος, σε Ανθ.

Middle Liddell

τρῐ-κόρωνος, ον, κορώνη
thrice a crow's age, Anth.