τριπλεκής

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τριπλεκής Medium diacritics: τριπλεκής Low diacritics: τριπλεκής Capitals: ΤΡΙΠΛΕΚΗΣ
Transliteration A: triplekḗs Transliteration B: triplekēs Transliteration C: triplekis Beta Code: triplekh/s

English (LSJ)

τριπλεκές, thrice-plaited, threefold, τ. εἶναι ἡμῶν τὸ σῶμα Sor.2.4; three-dimensional(?), σχῆμα Procl.Theol.Plat.5.37.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐπλεκής: -ές, ὁ τρὶς πεπλεγμένος, τριπλοῦς, Λατ. triplex, Σωρανὸς περὶ Γυναικείων Παθῶν 212, 5, Γρηγ. Νύσσ. ΙΙΙ, 1101C.

Greek Monolingual

-ές, Α
πλεγμένος με τρία μέρη, τρίπλοκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -πλεκής (< πλέκος, το «πλέγμα»), πρβλ. πολυπλεκής].

German (Pape)

ές, dreimal geflochten oder geknüpft, dreifach, Greg.Naz.