τύρρις

From LSJ

Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentiaZwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand

Menander, Monostichoi, 519
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τύρρις Medium diacritics: τύρρις Low diacritics: τύρρις Capitals: ΤΥΡΡΙΣ
Transliteration A: týrris Transliteration B: tyrris Transliteration C: tyrris Beta Code: tu/rris

English (LSJ)

tower; v. τύρσις.

German (Pape)

ἡ, auch τύρσις, ἡ, der Turm, lat. turris; Pind. παρὰ Κρόνου τύρσιν, Ol. 2.70; bes. Mauerturm od. Festungsturm, Befestigungswerk; eine mit Mauern befestigte Stadt, ein mit einer Mauer umgebenes Haus; τύρσεσιν Xen. Cyr. 7.5.10, An. 4.4.2, aber τύρσιος, 7.8.12 und oft; Sp.; vgl. Dion.Hal. 1.26.

Greek Monolingual

τύρσις και τύρρις, -εως, ἡ, Α
1. πύργος
2. πύργος τείχους, προμαχώνας
3. περιτειχισμένη πόλη ή οχυρωμένη οικία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δάνεια λ., πιθανότατα ινδοευρωπαϊκής προέλευσης. Κατά μία άποψη, η λ. ανάγεται σε ΙΕ ρίζα dhergh- / dhŗgh- «κλειστός, συμπαγής» και συνδέεται με το ιλλυρικό τοπωνύμιο -dorgis (πρβλ. Βουδοργίς) και το περσ. τοπωνύμιο Τύρρα / τύρσα (από όπου τα εθνικά Τυρσηνοί και Tusci, πρβλ. Ετρούσκοι). Παράλληλα με το ελλ. τύρσις / τύρρις μαρτυρείται το λατ. turris «πύργος» (πρβλ. γαλλ. tour), το οποίο από τη Λατινική δανείστηκε και η Γερμανική (πρβλ. γερμ. Turm)].