γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at
ὑπερτερῶ, -έω, ΝΜΑ ὑπέρτεροςείμαι ή γίνομαι υπέρτερος, υπερέχωαρχ.αστρον. βρίσκομαι σε υψηλό σημείο ή ανέρχομαι πολύ ψηλά.