υπερτερώ

From LSJ

γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at

Source

Greek Monolingual

ὑπερτερῶ, -έω, ΝΜΑ ὑπέρτερος
είμαι ή γίνομαι υπέρτερος, υπερέχω
αρχ.
αστρον. βρίσκομαι σε υψηλό σημείο ή ανέρχομαι πολύ ψηλά.