υπερχαρής

From LSJ

πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher

Source

Greek Monolingual

-ές, Α
πάρα πολύ χαρούμενος, ολόχαρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -χαρής (< χαίρω), πρβλ. περιχαρής].