υποβαθμίζω
From LSJ
ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
Greek Monolingual
Ν
1. τοποθετώ κάποιον ή κάτι σε κατώτερη θέση της βαθμολογικής ή ιεραρχικής κλίμακας στην οποία ανήκει, υποβιβάζω («η διοίκηση υποβαθμίζει την σημασία της αποκέντρωσης»)
2. συνεκδ. αλλοιώνω, ευτελίζω, φθείρω, κάνω κάτι να ξεπέσει ποιοτικά (α. «ο άνθρωπος και η τεχνολογία του υποβαθμίζουν το περιβάλλον» β. «υποβαθμισμένες συνοικίες [ή περιοχές]»)
3. προσδίδω μικρότερη σημασία σε κάτι («η κυβέρνηση προσπαθεί να υποβαθμίσει το επεισόδιο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)- + βαθμός + κατάλ. -ίζω].