Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

υποτρίζω

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24

Greek Monolingual

ὑποτρίζω ΝΜΑ τρίζω
νεοελλ.
(η μτχ. ενεστ. ως ουσ.) οι υποτρίζοντες
(ενν. ρόγχοι) ιατρ. ακροαστικά ευρήματα, υγροί ρόγχοι που γίνονται αντιληπτοί κατά την ακρόαση του θώρακα σε διάφορες παθήσεις του αναπνευστικού συστήματος τόσο κατά την εισπνοή όσο και κατά την εκπνοή
μσν.-αρχ.
1. σιγοτρίζω («λεπτὸν ὑποτρίζων έδιχάζετο δόχμιος αὐχήν», Νόνν.)
2. αναδίδω τριγμό αποκάτωοἷον ἐκ μυχοῦ τινος ἢ σπηλαίου φαραγγώδους βαρύ τι καὶ δυσηχές ὑποτρίζων», Ηλιόδ.)
3. (για διάφορα ζώα) βγάζω ήχο που μοιάζει με τρίξιμο.