υποτρίζω
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
Greek Monolingual
ὑποτρίζω ΝΜΑ τρίζω
νεοελλ.
(η μτχ. ενεστ. ως ουσ.) οι υποτρίζοντες
(ενν. ρόγχοι) ιατρ. ακροαστικά ευρήματα, υγροί ρόγχοι που γίνονται αντιληπτοί κατά την ακρόαση του θώρακα σε διάφορες παθήσεις του αναπνευστικού συστήματος τόσο κατά την εισπνοή όσο και κατά την εκπνοή
μσν.-αρχ.
1. σιγοτρίζω («λεπτὸν ὑποτρίζων έδιχάζετο δόχμιος αὐχήν», Νόνν.)
2. αναδίδω τριγμό αποκάτω («οἷον ἐκ μυχοῦ τινος ἢ σπηλαίου φαραγγώδους βαρύ τι καὶ δυσηχές ὑποτρίζων», Ηλιόδ.)
3. (για διάφορα ζώα) βγάζω ήχο που μοιάζει με τρίξιμο.