φαλαγγηδόν
From LSJ
English (LSJ)
Adv. in phalanxes, Il.15.360, Plb.3.115.12, Polyaen.7.44.2, Onos.21.6.
German (Pape)
[Seite 1252] adv., phalangenweise, in Phalangen; Il. 15, 360; Pol. 3, 115, 12, im Gegensatz von κατ' ἄνδρα καὶ κατὰ σπείρας. Vgl. Plut. Otho 12.
French (Bailly abrégé)
adv.
en ordre de bataille, en troupe rangée.
Étymologie: φάλαγξ, -δον.
Russian (Dvoretsky)
φᾰλαγγηδόν: adv. фалангами, колоннами, в сомкнутом строю (προχέεσθαι Hom.; στρέφεσθαι Polyb.; μάχεσθαι Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
φᾰλαγγηδόν: Ἐπίρρ., κατὰ φάλαγγας, Ἰλ. Ο. 360, Πολύβ. 3. 115, 12, κ. ἀλλ.
English (Autenrieth)
by phalanxes, in companies, in columns.
Greek Monolingual
ΝΑ
επίρρ. κατά φάλαγγες («φαλαγγηδὸν ἐμάχοντο», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάλαγξ, -αγγος + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν (πρβλ. βαθμηδόν)].
Greek Monotonic
φᾰλαγγηδόν: επίρρ. (φάλαγξ), σε φάλαγγες, σε Ομήρ. Ιλ., Πολύβ.
Middle Liddell
φάλαγξ
in phalanxes, Il., Polyb.