φαυλουργός

From LSJ

τὸ κατὰ τὴν τῆς αὑτοῦ ψυχῆς ἐπίταξιν τὰ γιγνόμενα γίγνεσθαι, μάλιστα μὲν ἅπαντα, εἰ δὲ μή, τά γε ἀνθρώπινα → the desire that, if possible, everything,—or failing that, all that is humanly possible—should happen in accordance with the demands of one's own heart

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φαυλουργός Medium diacritics: φαυλουργός Low diacritics: φαυλουργός Capitals: ΦΑΥΛΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: phaulourgós Transliteration B: phaulourgos Transliteration C: favlourgos Beta Code: faulourgo/s

English (LSJ)

φαυλουργόν, working ill, Ar.Fr.882: cf. φλαυρουργός.

German (Pape)

[Seite 1259] όν, schlechte, geringe Arbeit machend, schlechter Arbeiter, Schol. Soph. Phil. 31.

Russian (Dvoretsky)

φαυλουργός:бракодел Arph.

Greek (Liddell-Scott)

φαυλουργός: -όν, (*ἔργω) ὁ τὰ φαῦλα ἐργαζόμενος, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 698· πρβλ. φλαυρουργός.

Greek Monolingual

-όν, ΜΑ
μσν.
αυτός που ενεργεί με φαύλο τρόπο, που κάνει αισχρές πράξεις
αρχ.
κακός τεχνίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαῦλος + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. ἱερουργός].