φερέβοτρυς

From LSJ

τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φερέβοτρυς Medium diacritics: φερέβοτρυς Low diacritics: φερέβοτρυς Capitals: ΦΕΡΕΒΟΤΡΥΣ
Transliteration A: pherébotrys Transliteration B: pherebotrys Transliteration C: ferevotrys Beta Code: fere/botrus

English (LSJ)

υ, gen. υος, bearing bunches of grapes, Nonn. D. 19.55.

German (Pape)

[Seite 1261] υ, Trauben tragend, Nonn. D. 19, 53.

Greek (Liddell-Scott)

φερέβοτρυς: υ, γεν. -υος, ὁ φέρων βότρυς, καὶ σταφυλὴν φερέβοτρυν ἀπὸ Σταφύλοιο καλέσσω Νόνν. Διονυσ. 19. 53.

Greek Monolingual

-υ, ΜΑ
(για το σταφύλι) αυτός που έχει τσαμπιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή του α' συνθετικού βλ. λ. φέρω) + βότρυς (πρβλ. πολύβοτρυς, φιλόβοτρυς)].