φερέβοτρυς
From LSJ
μηδέν' ὀλβίζειν, πρὶν ἂν τέρμα τοῦ βίου περάσῃ μηδὲν ἀλγεινὸν παθών → Count no man blessed 'til he's passed the endpoint of his life without grievous suffering. (Sophocles, King Oedipus 1529f.)
English (LSJ)
υ, gen. υος, bearing bunches of grapes, Nonn. D. 19.55.
German (Pape)
[Seite 1261] υ, Trauben tragend, Nonn. D. 19, 53.
Greek (Liddell-Scott)
φερέβοτρυς: υ, γεν. -υος, ὁ φέρων βότρυς, καὶ σταφυλὴν φερέβοτρυν ἀπὸ Σταφύλοιο καλέσσω Νόνν. Διονυσ. 19. 53.
Greek Monolingual
-υ, ΜΑ
(για το σταφύλι) αυτός που έχει τσαμπιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή του α' συνθετικού βλ. λ. φέρω) + βότρυς (πρβλ. πολύβοτρυς, φιλόβοτρυς)].