φιλόβοτρυς
From LSJ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
English (LSJ)
υ, fond of bunches of grapes, Phanocr. ap. Ath.7.276f, Plu.2.668a.
German (Pape)
[Seite 1278] υος, Weintrauben liebend; Plut. Symp. 4, 4,2; Nonn. D. 12, 109.
French (Bailly abrégé)
υς, υ ; gén. υος;
qui aime le raisin.
Étymologie: φίλος, βότρυς.
Russian (Dvoretsky)
φιλόβοτρυς: 2, gen. υος любящий виноградные гроздья Plut.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλόβοτρυς: υ, ὁ φιλῶν τοὺς βότρυς, τὰς σταφυλάς, Φανοκρ. παρ’ Ἀθην. 276F, Πλούτ. 2. 668Α.
Greek Monolingual
-υ, Α
αυτός που του αρέσουν τα σταφύλια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + βότρυς «σταφύλι» (πρβλ. ποικιλόβοτρυς)].