φιλήμων

From LSJ

Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein

Menander, Monostichoi, 388
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φιλήμων Medium diacritics: φιλήμων Low diacritics: φιλήμων Capitals: ΦΙΛΗΜΩΝ
Transliteration A: philḗmōn Transliteration B: philēmōn Transliteration C: filimon Beta Code: filh/mwn

English (LSJ)

φιλήμον, gen. ονος, kindly, affectionate, EM259.57: elsewhere as pr. n.

Greek Monolingual

-ονος, ο / φιλήμων, -ον, ΝΑ
(λόγιος τ.) νεοελλ. ζωολ. παλαιότερη ονομασία γένους στρουθιόμορφων πτηνών
αρχ.
ευγενικός, φιλικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλῶ «αγαπώ» + κατάλ -μων (πρβλ. νοήμων). Ως όρος της ζωολ. η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. νεολατ. philemon].