φρυγιστί
ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία → root of all the evils is the love of money, for every possible kind of evil can be motivated by the love of money
English (LSJ)
Adv., of music, in the Phrygian mode, Pl.R. 399a; ἡ Φ. (sc. ἁρμονία) Arist.Pol.1290a21, 1340b5; τὰ Φ. μέλη ib. 1342b6.
French (Bailly abrégé)
adv.
à la manière des Phrygiens ; selon le mode phrygien.
Étymologie: Φρύξ.
German (Pape)
auf Phrygisch, bes. in phrygischer Mundart, – in phrygischer Tonart, Plat. Rep. III.399a.
Russian (Dvoretsky)
φρῠγιστί: adv. по-фригийски, на фригийский лад Plat., Arst. etc.
Greek (Liddell-Scott)
φρῠγιστί: ἐπίρρ. δηλοῦν τρόπον μουσικῆς, κατὰ τὸν Φρύγιον τρόπον, Πλάτ. Πολ. 399Α· ἡ φρ. (ἐξυπακ. ἁρμονία) Ἀριστ. Πρβλ. 4. 3, 7., 8. 5, 22· τὰ φρ. μέλη αὐτόθι 8. 7, 10· πρβλ. Φρύγιος Ι. 2.
Greek Monolingual
Α
επίρρ.
1. (ιδίως στη μουσ.) κατά τον φρύγιο τρόπο («ἐν τοῖς φρυγιστὶ μέλεσι», Αριστοτ.)
2. κατά την φρυγική διάλεκτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Φρυγία / Φρύξ + επιρρμ. κατάλ. -ιστί (πρβλ. λυδιστί, μηδιστί)].