φυλλώδης

From LSJ

Θάλασσα καὶ πῦρ καὶ γυνὴ τρίτον κακόν → Tria magna mala sunt: aequor, ignis, femina → Das dritte Übel ist nach Meer und Brand die Frau

Menander, Monostichoi, 231
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φυλλώδης Medium diacritics: φυλλώδης Low diacritics: φυλλώδης Capitals: ΦΥΛΛΩΔΗΣ
Transliteration A: phyllṓdēs Transliteration B: phyllōdēs Transliteration C: fyllodis Beta Code: fullw/dhs

English (LSJ)

φυλλῶδες,
A like leaves, Thphr. HP 1.13.1; σπέρμα Dsc.3.80.
2 belonging to leaves, δυνάμεις Thphr. HP 9.8.1.
II having petalled flowers, ib.7.8.3.

German (Pape)

[Seite 1315] ες, blattähnlich, blätterreich, laubreich, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

φυλλώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς φύλλα, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 6. 3, 1, κλπ. ΙΙ. ἔχων ἄφθονα φύλλα, αὐτόθι 7. 8, 3.

Greek Monolingual

φυλλώδης, -ῶδες, ΝΑ φύλλον
πυκνόφυλλος
νεοελλ.
φρ. α) «φυλλώδη λαχανικά»
(γεωπ.) τα λαχανικά τών οποίων τα φύλλα χρησιμοποιεί ο άνθρωπος ως τροφή
β) «φυλλώδη φυτά»
(γεωπ.) τα φυτά που καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά εσωτερικών χώρων για το φύλλωμά τους
αρχ.
1. αυτός που έχει σχήμα φύλλου
2. (για άνθος) αυτός που έχει πολλά πέταλα.