φυσιογνωμικός
νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → they manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous | They manage the home, and guard within the house the sea-borne wares. No house is clean or prosperous if the wife is absent.
German (Pape)
[Seite 1318] ή, όν, = φυσιογνωμονικός, Donat. zu Ter. Hec. 1, 1,18.
Greek Monolingual
-ή, -ό / φυσιογνωμικός, -ή, -όν, ΝΑ φυσιογνωμία
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φυσιογνωμία
2. το θηλ. ως ουσ. η φυσιογνωμική
α) η μελέτη της συστηματικής σχέσης μεταξύ τών ψυχικών και πνευματικών ιδιοτήτων ενός ατόμου και τών χαρακτηριστικών του προσώπου ή τη δομή του σώματος του, αλλ. φυσιογνωμονική
β) (με υποτιμ. σημ.) μαντική ψευδοεπιστήμη, αγυρτεία
αρχ.
(εσφ. τ.) φυσιογνωμονικός.
επίρρ...
φυσιογνωμικώς και φυσιογνωμικά Ν
ως προς τη φυσιογνωμία, από την άποψη της φυσιογνωμίας.