χαμαίστρωτος
From LSJ
Theocritus, Idylls, 30.3
English (LSJ)
χαμαίστρωτον, strewed on the ground or stretched on the ground, νέκυς alcmaeonis 2p.76K.; χαμαίστρωτα beds on the floor, Ph.2.482.
Greek (Liddell-Scott)
χᾰμαίστρωτος: -ον, χαμαὶ ἐξηπλωμένος, νέκυς Ποιητ. παρ’ Ἀθην. 460Β· χαμαίστρωτα, στρωμναὶ κατὰ γῆς, Φίλων 2. 482.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
στρωμένος καταγής
αρχ.
το θηλ. ως ουσ. ἡ χαμαίστρωτος
χαμαιστρωσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι)- + -στρωτος (< στρωτός), πρβλ. δύστρωτος, πορφυρόστρωτος].
German (Pape)
auf der Erde gelagert, hingestreckt, νέκυς poet. bei Ath. XI.460b.