χαμός

From LSJ

Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund

Menander, Monostichoi, 558

Greek Monolingual

ο, Ν χάνω
1. απώλεια ζωής, θάνατος («ο χαμός της μητέρας της τήν συνέτριψε»)
2. εξαφάνισηπέντε χρόνια μετά τον χαμό του και ακόμα ψάχνει να τόν βρει»)
3. μτφ. α) γενική αναστάτωση, κοσμοχαλασιά («γίνεται χαμός στα καταστήματα την περίοδο των εκπτώσεων»)
β) μεγάλη καταστροφήμετά την έκρηξη της βόμβας έγινε χαμός»)
4. φρ. «πήγαινε στον χαμό» — άι χάσου.

German (Pape)

ὁ, bei Hesych. = καμπύλος; ὁ, der gekrümmte Angelhaken, hamus, auch χαβός geschrieben, Schol. Ar. Eq. 1147.