χαραυγή

From LSJ

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. λυκαυγές, χάραμα
2. μτφ. έναρξη, αρχή, απαρχή («στη χαραυγή του καινούργιου αιώνα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαραγή + αυγή με συμφυρμό].