χαρτοθέτης
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
Greek Monolingual
ο, θηλ. χαρτοθέτρια, Ν
1. (παλαιότερα) εργάτης τυπογραφείου που τροφοδοτούσε με φύλλα χαρτιού το πιεστήριο κατά την εκτύπωση
2. χαρτοθήκη ζωγράφων ή σχεδιαστών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτί + -θέτης (< θέτης < τίθημι), πρβλ. νομοθέτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος].