χειμωνικός

From LSJ

ἵνα οὖν μηδ' ἐν τούτῳ δῷ αὐτοῖς λαβήν (Photius, Fragments on the Epistle to the Romans 483.26) → so that he doesn't give them even here a handle (= an opportunity for refutation)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χειμωνικός Medium diacritics: χειμωνικός Low diacritics: χειμωνικός Capitals: ΧΕΙΜΩΝΙΚΟΣ
Transliteration A: cheimōnikós Transliteration B: cheimōnikos Transliteration C: cheimonikos Beta Code: xeimwniko/s

English (LSJ)

χειμωνική, χειμωνικόν,
A for winter use, ἱμάτια POxy.1901.37 (vi A.D.).
II wintry, καιρός Sch.Opp.H.1.601: Comp. χειμωνικώτερος Cat. Cod.Astr. 1.144.

Greek (Liddell-Scott)

χειμωνικός: -ή, -όν, χειμέριος, τρικυμιώδης, ὄμβρον χειμωνικὸν ἀναπέμπουσα Ἐπιφάν. τ. 2, σ. 277C.

Greek Monolingual

-ή, -ό / χειμωνικός, -ή, -όν, ΝΑ χειμών, -ῶνος]
νεοελλ.
αυτός που γίνεται κατά τη διάρκεια του χειμώνα
2. το ουδ. ως ουσ. το χειμωνικό
το καρπούζι
3. παροιμ. α) «δύο χειμωνικά σε μια μασχάλη» — λέγεται για όσους καταπιάνονται συγχρόνως με δύο δυσχερή έργα
β) «στο χειμωνικό χερούλι δεν κολλάει»
i) δηλώνει ότι δεν στέφονται με επιτυχία οι προσπάθειες που αντιβαίνουν στη φύση
ii) δηλώνει ότι δεν γίνονται πιστευτές συκοφαντίες που στρέφονται εναντίον ευυπόληπτου προσώπου
γ) «γυναίκα και χείμωνικό η τύχη τά διαλέγει» — δηλώνει ότι πολλά πράγματα στη ζωή είναι ζήτημα τύχης
αρχ.
1. (για ενδύματα) κατάλληλος για τον χειμώνα
2. σφοδρός, θυελλώδης («ὄμβρον χειμωνικὸν ἀναπέμπουσα», Επιφάν.).