χειρόδεσμος
From LSJ
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
English (LSJ)
ὁ, handcuff, manacle, Glossaria.
German (Pape)
[Seite 1345] ὁ, Handfessel, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
χειρόδεσμος: ὁ, δεσμὸς τῶν χειρῶν, χειροπέδη, Γλωσσ.· -ὡσαύτως χειροδέσμη, ἡ, Κ. Μανασσ. Χρον. 2923· χειροδεσμέω, Δούκας σ. 192.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ
νεοελλ.
είδος ναυτικού κόμπου
μσν.-αρχ.
χειροπέδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)- + δεσμός.