ψακαστός

From LSJ

Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψᾰκαστός Medium diacritics: ψακαστός Low diacritics: ψακαστός Capitals: ΨΑΚΑΣΤΟΣ
Transliteration A: psakastós Transliteration B: psakastos Transliteration C: psakastos Beta Code: yakasto/s

English (LSJ)

ψακαστή, ψακαστόν, dripping, μύρον Ephipp.26.

German (Pape)

[Seite 1390] adj. verb. von ψακάζω, getröpfelt, geträufelt, = στακτός, Ephipp. bei Ath. II, 48 c.

Greek (Liddell-Scott)

ψᾰκαστός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθετ., σταλακτός, μύρον Ἔφιππος παρ’ Ἀθην. 48C (Meineke Προσθῆκαι εἰς 3. 340).

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α ψακάζω
σταλαχτός («ψακαστὸν μύρον», Εφιππ.).