ψυχομαχία
From LSJ
γλυκύ δ᾽ἀπείρῳ πόλεμος, πεπειραμένων δέ τις ταρβεῖ προσιόντα, νιν καρδίᾳ περισσῶς → A sweet thing is war to the inexperienced, but anyone who has tasted it trembles at its approach, exceedingly, in his heart (Pindar, for the Thebans, fr. 110)
English (LSJ)
ἡ, desperate fighting, Plb.1.59.6.
German (Pape)
[Seite 1404] ἡ, verzweifelter Kampf auf Leben u. Tod, Pol. 1, 59, 6.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
combat pour défendre sa vie, combat acharné.
Étymologie: ψυχή, μάχομαι.
Russian (Dvoretsky)
ψῡχομᾰχία: ἡ борьба насмерть, отчаянный бой Polyb.
Greek (Liddell-Scott)
ψῡχομᾰχία: ἡ, μάχη μετ’ ἀπογνώσεως, Πολύβ. 1. 59, 6.
Greek Monolingual
ἡ, Α ψυχομαχῶ
απεγνωσμένος αγώνας.
Greek Monotonic
ψῡχομᾰχία: ἡ, μάχη που δίνεται με απόγνωση, σε Πολύβ.