ωχριώ
From LSJ
πολλὰ μεταξὺ πέλει κύλικος καὶ χείλεος ἄκρου → there is many a slip twixt cup and lip, there's many a slip twixt cup and lip, there's many a slip 'twixt cup and lip, there's many a slip twixt the cup and the lip, there's many a slip 'twixt the cup and the lip
Greek Monolingual
ὠχριῶ, -άω, ΝΜΑ
γίνομαι ωχρός, χλομιάζω, κιτρινίζω («τί τρέμεις καὶ ὠχριᾱς;», Λουκιαν.)
νεοελλ.
1. χάνω το χρώμα μου, ξεθωριάζω
2. φρ. «ωχριώ μπροστά σε κάποιον [ή σε κάτι]»
μτφ. φαίνομαι πολύ κατώτερος, υστερώ, υπολείπομαι πάρα πολύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠχρός + κατάλ. -ιῶ, -ιάω δηλωτική ασθενείας (πρβλ. ἰλιγγιῶ)].