Γηράσκω δ᾽ αἰεὶ πολλὰ διδασκόμενος → I grow old always learning many things
φρεατία, διακοπή, σωλήν, οὐρός, ὑδρορρόα, αὐλών, σκάμμα, διόρυγμα, ἀμάρα, ἀμάρη, χαράδρα, χαράδρη