приводить в порядок
From LSJ
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
Russian > Greek
θεραπεύω, καταρτίζω, συγκοσμέω, διορθόω, ἡμερόω, συντίθημι, ἀκέομαι, κατευτρεπίζω, καταστέλλω, διασκευάζω, ἐγκοσμέω, στοιχίζω, ῥυθμίζω, διαθεσμοθετέω, συγκατακοσμέω, εὐτρεπίζω, ἑτοιμάζω, κατακοσμέω, συγκαταλέγω, ἀρτύνω, διακοσμέω, κατασκευάζω, ἐξασκέω, διευκρινέω, εὐθετίζω, διατάσσω, διατάττω, ὀρθόω, τημελέω, καταρτάω