проходить мимо
From LSJ
οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior
Russian > Greek
παράγω, παραστείχω, παρέξειμι, παραπορεύομαι, παραφεύγω, παρφεύγω, παρανίσσομαι, παραμείβω, παρέρχομαι, παροδεύω, ἀντιπαρέρχομαι, παρακίω, διεκπεράω