родственный
From LSJ
Ἡδύ γε δικαίους ἄνδρας εὐτυχεῖν ὁρᾶν → Gerechte Menschen glücklich sehen, das erfreut → Zu sehn, dass der Gerechte glücklich ist, erfreut
Ἡδύ γε δικαίους ἄνδρας εὐτυχεῖν ὁρᾶν → Gerechte Menschen glücklich sehen, das erfreut → Zu sehn, dass der Gerechte glücklich ist, erfreut
ἀδελφός, σύντροφος, συγγενικός, σύγγονος, αὐτανέψιος, σύναιμος, ὅμαιμος, σύμφυλος, προσκηδής, ἀγχίσπορος, ὁμόπτερος, ὁμογενής, σύννομος, ὁμόφυλος, ἐμφύλιος, σύνορος, σύνουρος, ἐγγενής, ἀναγκαῖος, συγγενής, κοινός, οἰκεῖος