ἀγχίσπορος
From LSJ
μὴ μόνον τοὺς ἁμαρτάνοντας κόλαζε, ἀλλὰ καὶ τοὺς μέλλοντας κώλυε → punish not only those who do wrong, but those who intend to do so
English (LSJ)
ἀγχίσπορον, near of kin, οἱ θεῶν ἀγχίσποροι, οἱ Ζηνὸς ἐγγύς A.Fr.162; φύσιν αἰθέρος οὖσαν ἀ. Ph.2.374.
Spanish (DGE)
-ον
descendiente próximo οἱ θεῶν ἀγχίσποροι A.Fr.162, cf. Synes.Dio 10, Dam.Pr.111, τὸ θεῶν ἀγχίσπορον γένος Dam.Isid.22, (οἱ Ἑβραῖοι) γεγόνασιν ἀγχίσποροι θεοῦ Ph.2.124, (ὁ πρῶτος ἄνθρωπος) ἀ. ὢν τοῦ ἡγεμόνος Ph.1.34, (ἰσότης) ἡ φύσις ἑαυτῆς αἰθέρος οὖσα ἀ. Ph.2.374.
German (Pape)
θεῶν, den Göttern verwandt, aus einem Tragiker oft zitiert, z.B. Plat. Rep. III.391e.
Russian (Dvoretsky)
ἀγχίσπορος: находящийся в близком родстве, родственный (θεῶν Aesch., Plat.).