склонность
From LSJ
Russian > Greek
εὐχέρεια, ἐπίκλισις, προτροπή, ἐπιτηδειότης, ὀργή, ὀργά, προσπάθεια, εὐκολία, ἑτοιμότης, παράστασις, πρόθεσις, προθυμία, προαίρεσις, αἵρεσις
εὐχέρεια, ἐπίκλισις, προτροπή, ἐπιτηδειότης, ὀργή, ὀργά, προσπάθεια, εὐκολία, ἑτοιμότης, παράστασις, πρόθεσις, προθυμία, προαίρεσις, αἵρεσις